- θύτις
- θύτις, -ιδος, ἡ (Α)ιέρεια.[ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τού θύτης (< θύω (I)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θύτης — ο, θηλ. θύτις και θύτρια (Α θύτης και δωρ. τ. θύτας, θηλ. θύτις) [θύω (I)] νεοελλ. 1. μτφ. αυτός που προκαλεί μεγάλη υλική ή ηθική ζημιά, ο ζημιωτής 2. αυτός που προκαλεί την εξόντωση πολλών ατόμων, ο σφαγιαστής, ο εξολοθρευτής νεοελλ. μσν. ο… … Dictionary of Greek